- σκάθαρος
- [скатарос] ουσ. а жук.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκαθάρι — το, και σκάθαρος, ο, Ν 1. κοινή ονομασία εντόμων 2. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Spondyliosoma cantharus που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και συγγενεύει με τον σπάρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθάριον / κάνθαρος, με προθετικό σ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σκαθάρι — το ιού, και σκάθαρος, ο 1. είδος εντόμου. 2. είδος ψαριού. 3. μτφ., κουτός άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)